
Στη σύγχρονη εποχή μας βρισκόμαστε στην αβεβαιότητα αν η τέχνη υπάρχει απέναντί μας ή μέσα μας. Η στάση σεβασμού και δέους μπροστά σε ένα έργο τέχνης, είναι τις περισσότερες φορές στάση υιοθετημένη και όχι γνώσης και συναίσθησης. Μαθαίνω πως ένα αντικείμενο είναι έργο τέχνης όταν βρίσκεται σε ένα χώρο που έχει τις απαραίτητες συμβάσεις (μουσείο, αίθουσα τέχνης) και όχι βασιζόμενος στην εστίαση της προσοχής μου στις ιδιότητες, που έχει το ίδιο το αντικείμενο ή στο πως έχει διαμορφωθεί.
Η καλλιτεχνική αγωγή μιλάει με το παιδί για τα σύγχρονα προβλήματα και στοχάζεται έξω από στερεότυπα . Μέσω της τέχνης το παιδί αναγνωρίζει το κενό, που δημιουργείται μεταξύ πραγματικότητας και μεταμόρφωσης, και εκεί χτίζει με τη δημιουργικότητά του. Αντλεί τη φαντασία του μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό, συσχετίζοντάς τον με το εξωτερικό περιβάλλον. Η προσπάθειά του είναι η αρμονική συνύπαρξη του δικού του κόσμου με τον κόσμο των μεγάλων, των ορισμών και των συμβάσεων. Όπως αναφέρει ο Arthur C. Danto “Αναγνωρίζουμε τι είναι παιχνίδι απλώς επειδή κατέχουμε τη σημασία της λέξης και όχι επειδή του αποδίδουμε έναν ορισμό, εφόσον αυτός δεν υπάρχει. Και κανένας ορισμός δε θα μας έκανε σοφότερους, εφόσον τα καταφέρνουμε πολύ καλά χωρίς αυτόν.” Το παιδί γλιστρά μέσα στο παιχνίδι, γίνεται ένα με αυτό, προσποιούμενο την πραγματικότητα συμμετέχει με ένα ζωντανό οργανισμό και συνθέτει τον ίδιο του τον εαυτό.
ΙΧΝΟΣ – ΣΗΜΑ – ΤΟΠΟΣ
μια εικαστική προσέγγιση για παιδιά
Το ίχνος-σήμα-τόπος μια τριλογία βασισμένη στην πορεία του παιδιού στον κόσμο, που έρχεται να ανακαλύψει, να γνωρίσει και καθώς μεγαλώνει να βιώσει όλα αυτά που βρίσκονται σε σχέση με εκείνο και το περιβάλλον, εσωτερικό και εξωτερικό. Γεννιέται από ένα ίχνος , σήμα-το-δοτή ένα νέο άνθρωπο και τόπο-θέτεται. Τα τρία στοιχεία ενώνουν την ύπαρξη μιας νέας ζωής με την ελπίδα να φέρει το «άλλο» που είναι καλά κρυμμένο και πολλές φορές χαμένο μέσα σε μας τους ίδιους. Μέσα από αυτό το σκεπτικό δραστηριοποιήθηκε στο εργαστήριό μας ένας τριετής κύκλος μαθημάτων:
1. Το ίχνος ανακαλύπτεται και σημαδεύεται από τον «ιχνηλάτη» για να μπορέσει να συγκεκριμενοποιήσει μία λειτουργία και να συμβολίσει την εξωτερική πραγματικότητα.
2. Το σήμα διευκολύνει, αλλά μπορεί και να απομακρύνει από την αλήθεια, ερευνάται και ως ένα προκατασκευασμένο σχήμα που χρησιμοποιείται πάνω στις ανθρώπινες ιδιότητες και τα συναισθήματα.
3. Ο τόπος έρχεται ως μία ανάγκη προσδιορισμού έναντι της ρευστότητας και της κατάλυσης της υπόστασης των σταθερών τόπων ένας τοπολογικός χάρτης-γεωμετρία σχημάτων, όπου τα σημεία μεταφέρουν τις πληροφορίες και τη σημασία τους.
Η πρώτη ενότητα κρατάει την απόσταση μεταξύ του εαυτού και του χώρου αλλά συγχρόνως προσπαθεί να εντοπίσει και να ερευνήσει το διάστημα εκείνο, όπου αντικείμενο (δηλαδή το ίχνος) και υποκείμενο (η ενέργεια που δημιούργησε το ίχνος) αρχίζουν να μοιάζουν και να έχουν κοινή σημασία. Η προσπάθεια μας με τα παιδιά να ερευνήσουμε τη λέξη ίχνος και τη σημασία της, μας έκανε να κατανοήσουμε ότι όποιες και αν είναι οι ομοιότητες κάποιων πραγμάτων και όσο και αν κάποια γεγονότα είναι ταυτόσημα, αυτά παραμένουν διαφορετικά μέσα από τη μοναδικότητά τους. Το οπτικό περιβάλλον (τα ίχνη) δεν εξαρτάται μόνο από την αποκωδικοποίηση των σημείων και από τις ιδιότητες των πραγμάτων που παρατηρούμε. Η διαφορετικότητα βρίσκεται σ’ αυτό που παραπέμπει στην ποιοτική διαφορά και η αναζήτησή της εκδηλώνεται μέσα από την καλλιέργεια, μιας ενεργής δημιουργικής διαδικασίας.
H δημιουργία αντιληπτικών σταθεροτήτων και στερεοτύπων που απλοποιούν, γενικεύουν, σχηματοποιούν και αφομοιώνονται κατά τη νηπιακή ηλικία εσωτερικεύονται εύκολα και μας βοηθούν να αποφεύγουμε τα εμπόδια κινούμενοι στο χώρο της καθημερινότητάς μας. Τα προκατασκευασμένα σχήματα αντίληψης παρεμβάλλονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ενεργητική αντίληψη και δεν αφήνει να διακρίνουμε τις λεπτές οπτικές διαφορές που υπάρχουν γύρω μας. Με την ενεργό εμπλοκή του μαθητή μέσα από μια διαδικασία ανίχνευσης σχέσεων, όπως είναι η πρώτη ενότητα των ασκήσεων ο ανιχνευτής, τον οδηγούν στην διαμόρφωση της σκέψης ώστε να δει τα πράγματα μ’ ένα νέο, τολμηρό, ενθουσιώδη τρόπο που διευρύνουν τη θεώρηση του κόσμου. Ο ευαίσθητος παρατηρητής αισθάνεται τα σχήματα και προσαρμόζει τον εαυτό του στη νέα πραγματικότητα, όχι ως αντιγραφή της αλλά ως μία αναζήτηση εύρεσης της αλήθειας μέσα από μια αναγκαιότητα[1]. Η αμφισβήτηση και η αναδιατύπωσή της προσφέρει στο παιδί μια βαθύτερη συγκίνηση, η οποία αφήνει χώρο στην προσωπική του έκφραση.
Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο κυνηγούς. Ο πρώτος γνωρίζει ότι τα ίχνη που αφήνει το συγκεκριμένο ζώο είναι πάντοτε τα ίδια και μπορεί να τα διακρίνει ανάμεσα σε άλλα, μέσα από την σχεδόν μηχανική επανάληψη της εικόνας. Ο δεύτερος μέσα από την εμπειρία μπορεί να αντιληφθεί και να ξεχωρίσει στο ίδιο ίχνος τη διαφορά, που τον οδηγεί να κατανοήσει αν το ζώο είναι εκνευρισμένο, κουρασμένο ή πεινασμένο και να αλλάξει την τακτική της αναζήτησής του. Έτσι το παιδί μέσα από ένα συγκεκριμένο σκοπό ενεργοποιείται και υιοθετεί μια εξερευνητική στάση όχι μηχανική αλλά «ευφυή», όπου «κάθε πληροφορία που συγκεντρώνει το άτομο τροποποιεί ή θέτει υπό αμφισβήτηση τις υπάρχουσες γνώσεις, συγκροτώντας μία όλο και πιο πολύπλοκη εμπειρία» Bruner. Το βήμα γίνεται ίχνος και φέρνει μαζί του την παρουσία της διαφοράς που το διακρίνει από το σημείο. Η απόσταση αυτή της διαφοράς βρίσκεται στο παιδί όχι μόνο στην γνωστική αλλά στην συναισθηματική και ψυχοκινητική περιοχή τις οποίες εμπλουτίζει με περιέργεια, προσπάθεια, μελέτη, εκφράζοντας την κριτική σκέψη και όχι μόνο την προσωπική προτίμηση.
Η δεύτερη ενότητα προσεγγίζει το σύγχρονο οπτικό περιβάλλον που κωδικοποιεί τις έννοιες μέσα από συγκεκριμένα οπτικά μέσα και συγκεκριμένους μηχανισμούς. Εισχωρούν στο μυαλό μας και την σκέψη μας και μας οδηγούν στην ομορφιά της εξωτερικής πραγματικότητας, εκεί που οι περισσότεροι έχουμε ανάγει την ευτυχία μας στο φαίνεσθε και όχι στην αυτογνωσία, την αυτοπαρατήρηση, την αυτονομία. Έτσι το παιδί μεγαλώνει σ’ ένα κόσμο σημάτων, χωρίς να επικοινωνεί με το ίδιο το αντικείμενο που απεικονίζει το σήμα, χάνοντας την αξία του μηνύματος που είναι προορισμένο για τα δικά του μάτια και σκέψη. Με άλλα λόγια το παιδί συναντά την επιθυμία του αντικειμένου, καταγράφοντας μέσα του τον κόσμο που του προσφέρουμε, δέσμιο των ψευδαισθησιακών αναγκών.
Ένα άλλο μέρος του σύγχρονου τρόπου ζωής είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα παράδοξα και να δημιουργούμε τις δικές μας κατευθύνσεις μέσα από την διαπροσωπική γνώση[2]. Μέσα από αυτή την σχέση ο παρατηρητής επεκτείνει πρώτα τον εαυτό του προς τα μέσα και κατά δεύτερο προς το εξωτερικό περιβάλλον, επιβεβαιώνει την γνώση του για τον κόσμο μέσα από την γνώμη του εαυτού του (πχ. το παραμύθι, ο τυφλός και ο κυνηγός). «Όποιος προαισθάνεται, βρίσκει και δέχεται τα όρια του εαυτού του είναι πιο οικουμενικός απ’ αυτούς που δε νιώθουν τα δικά τους. Αυτή η συναίσθηση του πεπερασμένου περιέχει το δικό τους άπειρο» μας λέει ο Paul Valery. Σε άλλη περίπτωση η διαπροσωπική γνώση όπου οι υποθέσεις γίνονται με την ομόφωνη γνώμη των άλλων, πολλών εξωτερικών παρατηρητών χωρίς την προσωπική μας εμπλοκή (συναισθηματική, νοητική) οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Με αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι φτιάχνουν ταμπέλες, που τις χρησιμοποιούνε πάνω στις ανθρώπινες ιδιότητες και τα συναισθήματα. Ένα είδος δογματικού διαχωρισμού που χωρίζει την αλήθεια σε κατηγορίες και υιοθετεί μια αρνητική στάση ή μια αρνητική γνώμη απέναντι σε μια ομάδα ή έναν λαό. Έχουν ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση προκαταλήψεων που εισχωρούν στο μυαλό και μας προσανατολίζουν προς την αδιαφορία και τον ρατσισμό για τον συνάνθρωπο μας. Βλέπουμε για παράδειγμα τον Πακιστανό, το Γερμανό, τον Αμερικάνο και τους δίνουμε χαρακτηριστικά που στη πραγματικότητα το άτομο μπορεί να είναι απαλλαγμένο από αυτά. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ότι πολλές φορές γνωρίζουμε τ’ όνομα ενός ζωγράφου, που είναι διάσημος, αλλά όταν έρθουμε σ’ επαφή για πρώτη φορά με το έργο του δε νιώθουμε καμιά συγκίνηση ή δεν αντιλαμβανόμαστε «τι θέλει να πει». Αμέσως η αίσθηση του διαχωρισμού από το κοινό αίσθημα μας καταβάλλει και αρχίζουμε να υποβοηθούμε την απόλαυση, εγγράφοντας μέσα μας ένα κενό, χωρίς να ενεργοποιούμε μέσα από μια σαφή σκοπιμότητα τη δική μας σχέση-επαφή με το αντικείμενο, χωρίς να ικανοποιούμαστε από αυτά που θα μπορούσαν να μας ικανοποιούν, με την προσωπική εμπλοκή. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο μπορεί να έρθει να μας καταλάβει, μέσα από την έλλειψη της προσωπικής εκτίμησης των πραγμάτων. Το αντικείμενο της επιθυμίας μας είναι χαμένο αντικείμενο, που δεν το βρίσκουμε ποτέ μέσα μας καθώς είμαστε δέσμιοι ενός οργανισμού υποταγμένου στην επιθυμία των άλλων.
Η αλήθεια βρίσκεται πίσω από την εξουσία της εξωτερικής πραγματικότητας, η οποία αποτελεί εμπόδιο για να αντιληφθούμε τον κόσμο και να εκδηλώσουμε τον εαυτό μας επικοινωνώντας μαζί του. Η σημασία του σήματος πρέπει να προέρχεται από το ότι καθιστά το παιδί ικανό να αντιληφθεί το μεταβλητό χαρακτήρα του αντικειμένου σήματος και να το χρησιμοποιεί σαν μέσο κατανόησης, με τη δική του προσωπική ματιά.
Η τρίτη και τελευταία λέξη-κλειδί είναι ο τόπος. Χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες. Ο πρώτος είναι οργανικός, ο φυσικός τόπος, ο οργανικός-κοσμικός ρυθμός. Εντοπίζεται μέσα μας αλλά και πέρα από εμάς, πηγάζει από ένα σταθερό σημείο και έχει ως λόγο των θόρυβο, την ατομική-σπλαχνική κατασκευή, την κατασκευή του κόσμου, την κλίμακα των σχέσεων των ουράνιων σωμάτων καθώς και των σχέσεων μεταξύ των γήινων φυσικών καταστάσεων. Σ’ αυτόν τον τόπο και τον τόπο του πολιτισμού που θα αναλύσουμε πιο κάτω μεσολαβεί ο μύθος και η τέχνη. Δύο στοιχεία που αντλούν την σκέψη τους από την σύνθεση και αναδιάρθρωση των διαθέσιμων στοιχείων, την ικανότητα για μετασχηματισμό που οδηγούν στην δημιουργική σκέψη[3] και όχι την ορθολογικότητα των διαδικασιών, τον αναλογισμό για τις παραδοχές και τις συνεπαγωγές των εναλλακτικών επιλογών.
Ο δεύτερος είναι ο τεχνητός τόπος, η συνομιλία της φύσης με τον άνθρωπο, η διαφορετική ανάπτυξη τους και η συγχρόνως συμβίωσή τους. Πώς να εννοήσουμε και να εξηγήσουμε την σημερινή απεγκατάσταση ή την μετεγκατάσταση, την πρακτική της μεταφοράς της παραγωγής εκεί όπου η εργασία είναι φθηνή, ή ότι οι υπερασπιστές μιας χώρας είναι ξένοι εισβολείς; Σε χώρες με πλούσιο υπέδαφος χάνεται η αίσθηση του «τόπου», η ποσότητα εναντίον της ποιότητας.
Πώς μέσα από το χαοτικό ξετύλιγμα των ηλεκτρονικών διευθύνσεων και την απόσταση-αποξένωση του εαυτού μας, μπορούμε να ξαναβρούμε το σταθερό τόπο στην αρχέτυπη επαφή με την ύλη-πνεύμα, την ουσιαστική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και της θέσης της στον κόσμο χωρίς παρελθοντικές νεκρολογίες; Η ανάγκη προσδιορισμού του παιδιού βρίσκεται πρώτα στην ευρύτερη επαφή με εμάς τους μεγάλους, αυτούς που κατευθύνουν και υπολογίζουν την πραγματικότητα στα πλαίσια ενός προγράμματος, όπου το λογικό βρίσκεται χωρισμένο από το πραξιακό και το συναισθηματικό με σαφή βήματα και με διαδικασίες ιεραρχικά και χρονικά διατεταγμένες.
Ο δεύτερος είναι ο τεχνητός τόπος, η συνομιλία της φύσης με τον άνθρωπο, η διαφορετική ανάπτυξη τους και η συγχρόνως συμβίωσή τους. Πώς να εννοήσουμε και να εξηγήσουμε την σημερινή απεγκατάσταση ή την μετεγκατάσταση, την πρακτική της μεταφοράς της παραγωγής εκεί όπου η εργασία είναι φθηνή, ή ότι οι υπερασπιστές μιας χώρας είναι ξένοι εισβολείς; Σε χώρες με πλούσιο υπέδαφος χάνεται η αίσθηση του «τόπου», η ποσότητα εναντίον της ποιότητας.
Πώς μέσα από το χαοτικό ξετύλιγμα των ηλεκτρονικών διευθύνσεων και την απόσταση-αποξένωση του εαυτού μας, μπορούμε να ξαναβρούμε το σταθερό τόπο στην αρχέτυπη επαφή με την ύλη-πνεύμα, την ουσιαστική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και της θέσης της στον κόσμο χωρίς παρελθοντικές νεκρολογίες; Η ανάγκη προσδιορισμού του παιδιού βρίσκεται πρώτα στην ευρύτερη επαφή με εμάς τους μεγάλους, αυτούς που κατευθύνουν και υπολογίζουν την πραγματικότητα στα πλαίσια ενός προγράμματος, όπου το λογικό βρίσκεται χωρισμένο από το πραξιακό και το συναισθηματικό με σαφή βήματα και με διαδικασίες ιεραρχικά και χρονικά διατεταγμένες.
[1] Ο νόμος της ανάγκης ή του ενδιαφέροντος. Κατά το νόμο αυτό «η ενέργεια υποκινείται πάντοτε από μια ανάγκη» Κάθε πράξη που δεν συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με μια ανάγκη, είναι κατά τον Claperede ένα γεγονός παρά φύση. Αυτό το παρά φύση επιζητούσε στο παρελθόν να καλλιεργήσει στους μαθητές η εκπαίδευση, προσπαθώντας να τους μεταδώσει γνώσεις που δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες τους. (τ.Β, Αντ. Κ. Δανασσής-Αφεντάκης)
[2] Η γνώση κατά τον Carl Rogers συνίσταται σε υποθέσεις που κάνει ο άνθρωπος και τις οποίες ελέγχει ως προς το αληθές τους με διαφορετικούς τρόπους. Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται η αλήθεια των υποθέσεων αυτών, η γνώση διακρίνεται σε τρία είδη 1. Στην υποκειμενική, 2.στην αντικειμενική και 3. στην διαπροσωπική. (Ο C. Rogers και η προσωποκεντρική του θεωρία για την ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση, Κοσμόπουλος-Μουλαδούδης 2003)
[3] Ηλίας Ματσαγγούρας τ.Β΄ Δημιουργική σκέψη